Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

Το σπίτι στον ουρανό

Χαμένο μέσα στα σοκάκια της γειτονιάς που διάλεξε ο Πάμπλο Νερούδα για να χτίσει το σπίτι της αγαπημένης του Ματίλντε, το οποίο ονόμασε La Chascona όπως αποκαλούσε ψιθυριστά και την ίδια λόγω των ατίθασων κατακόκκινων μαλλιών της, υπάρχει ένα μπαρ διαφορετικό από τ’ άλλα.
Όταν βραδιάζει όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Barrio Bellavista, τη μποέμικη γειτονιά της πόλης, χτισμένη πάνω από τον ποταμό Μαπότσο και κάτω από τη σκιά του λόφου Σαν Κριστομπάλ. Εκεί βρεθήκαμε να περπατάμε κι εμείς το πρώτο βράδυ στο Σαντιάγο, μια μέρα σαν σήμερα πριν από δυο χρόνια, ψάχνοντας το μπαρ που θα μας έκλεινε το μάτι. Τριγυρίζοντας ανάμεσα στα πολύχρωμα νεοκλασικά, τις μπουτίκ και τις αβάν-γκαρντ γκαλερί που ξεφύτρωναν σε κάθε γωνία, χαζεύοντας τα γκράφιτι στους τοίχους και τους μουσικούς του δρόμου πέσαμε ξαφνικά πάνω του.
To La Casa en el Aire, από το ομώνυμο τραγούδι του Rafael Escalona, δεν είναι απλά ένα ακόμα μπαρ στο οποίο θα απολαύσεις το ρούμι σου ακούγοντας ζωντανή μουσική, είναι μια μοιραία συνάντηση με την ιστορία της Λατινικής Αμερικής, της Αμερικής που το κλάμα γίνεται γροθιά κι ύστερα τραγούδι.
Πάνω στους χρωματιστούς τοίχους του αποτυπώνεται η ανάγκη των ανθρώπων που ζουν από την Τιχουάνα έως και τη Γη του Πυρός για αξιοπρέπεια. Από τη Χιλή του Σαλβαδόρ Αλιέντε ταξιδεύεις στην Κούβα του Φιντέλ και του Τσε κι ύστερα στην Κολομβία. Το περιστέρι δίπλα στον Βίκτορ Χάρα πετάει μέχρι το φεγγάρι που στέκεται στον τοίχο καπνίζοντας την πίπα του, όπως ο Μάρκος, και διαβάζει μια φράση που έρχεται από το μακρινό Τσιάπας: «Ο πολιτισμός που θέλουμε δεν επιβάλλεται, χορεύει. Δεν χτυπάει, μιλάει. Δε βάζει εμπόδια, τα αφαιρεί.»
Διάλεξα ένα κολομβιανό ρούμι και στάθηκα μπροστά στη βιβλιοθήκη. Διαβάζοντας τους τίτλους έμεινα έκπληκτος. Πως βρέθηκε ένα βιβλίο με ποίηση του Γιάννη Ρίτσου εκεί;
Ο Πέδρο ο σερβιτόρος ήταν αυτός που μας οδήγησε στον ιδιοκτήτη, έναν πενηντάρη τύπο με απλανές, σχεδόν κουρασμένο βλέμμα. Του ζητήσαμε τη μπλούζα που φόραγε το προσωπικό, αυτή που στο μπροστά μέρος της είχε ένα μικρό φεγγάρι που πάνω του βρισκόταν ένα σπίτι και πίσω τέσσερις φωτογραφίες, Αλιέντε, Χάρα, Τσε και Μάρκος.
«Δύσκολο», μας απάντησε. «Η βιοτεχνία που τις παίρνω βρίσκεται στα προάστια, 2 ώρες δρόμο από εδώ». Δεν επιμείναμε. Απλά συνεχίσαμε να κουβεντιάζουμε λίγο μαζί του. Όταν η συζήτηση έφτασε στην καταγωγή μας μου φαίνεται πως το βλέμμα του άλλαξε. «Αφήστε μου ένα τηλέφωνο, αν τύχει και πάω προς τα εκεί θα σας πάρω.»

Το επόμενο απόγευμα όταν ο Κώστας σήκωνε το τηλέφωνο αγχωμένος μήπως τον ψάχνουν από τη δουλειά σίγουρα δεν περίμενε να ακούσει να του λένε: «Ελάτε το βράδυ από το μαγαζί, σας έχω μια έκπληξη».
Εκεί μας εξήγησε. Όταν ο δικτάτορας Πινοσέτ ανέτρεπε τον Αλιέντε το 1973, στα ελεύθερα ακόμα ραδιόφωνα άκουγε τη φράση «Η εξεγερμένη Ελλάδα είναι μαζί μας. Φοιτητές στο κέντρο της Αθήνας φωνάζουν ΑΛΙΕΝΤΕ ΑΛΙΕΝΤΕ». Η ελπίδα γι’ αυτό το μικρό παιδί, ναι, αυτός ο πενηντάρης ήταν κάποτε παιδί, ερχόταν από τη μακρινή Ελλάδα και είχε όνομα: Δημοκρατία.
Μεγαλώνοντας έμαθε για τις επιστολές του Ρίτσου στο Νερούδα, κι ύστερα άκουσε το Θεοδωράκη να μελοποιεί τον αγαπημένο όλων των Χιλιανών ποιητή. Μας μίλησε για τον Βίκτορ Χάρα που του έκοψαν τη γλώσσα και τα χέρια πριν τον εκτελέσουν.
Μας είπε για το σπίτι της Ίσλα Νέγρα, τη Ματίλντε που το άφησε ανάστατο μετά την εισβολή των πραξικοπηματιών για να θυμίζει σε όλους τη βαρβαρότητά τους, τα αιτήματα ελευθερίας και τις φωνές αγάπης – μηνύματα γραμμένα πάνω στο φράχτη: «Σ’ ευχαριστούμε, Πάμπλο, γιατί μας έμαθες ν’ αγαπάμε».
Νομίζω πως έμεινα εκεί να τον ακούω όλο το βράδυ κατεβάζοντας το ένα ρούμι πίσω από το άλλο για να συνέλθω από το σοκ.

Το τρίτο και τελευταίο βράδυ μας στη Χιλή δε θα μπορούσαμε να πάμε αλλού.
Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα μπαίνοντας ήταν αυτό το διπλωμένο χαρτί στη γωνία του μπαρ, εκεί ακριβώς που καθόμασταν τις δυο προηγούμενες μέρες. Πλησίασα και το κοίταξα: «Reserve for the 2 Griegos».
Αυτά, τίποτα άλλο.

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Μπουκόφσκι, ο ποιητής της νύχτας



«Τη μέρα είμαι μισοπεθαμένος. Περιφέρομαι σαν ζόμπι. Πάντα ήμουν έτσι. Από μικρός δεν αγαπούσα τον ήλιο, το φως. Η μέρα μου προκαλούσε ίλιγγο. Έτσι προτίμησα να επανέρχομαι τη νύχτα. Ποτέ δεν γράφω μέρα. Είναι σαν να τρέχεις γυμνός στην αγορά. Όλοι μπορούν να σε δουν. Τη νύχτα όμως… τότε είναι που χρησιμοποιείς όλα σου τα κόλπα… σκέτη μαγεία

Στις 9 Μαρτίου του 1994 άφησε την τελευταία του πνοή νικημένος από λευχαιμία ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, ο άνθρωπος που χαρακτηρίστηκε ως ο “μεγαλύτερος ποιητής της Αμερικής” από τον Ζαν Πολ Σαρτρ.

Η ζωή του Χένρι Τσαρλς Μπουκόφσκι

Γεννήθηκε στο Άντερναχ της Γερμανίας το 1920, μεγάλωσε όμως στο Λος Άντζελες όπου εγκαταστάθηκαν οι γονείς του όταν ήταν ακόμη δυο ετών. O πατέρας του, ένας βίαιος και απόλυτος στρατιωτικός, προσπάθησε να εμφυτεύσει στον γιο του τα δικά του ιδανικά, ώστε εκείνος να γίνει ένα παραγωγικό και ωφέλιμο μέλος της κοινωνίας, δέρνοντάς τον επανειλημμένα με την παραμικρή αφορμή. Ο Μπουκόφσκι εξελίχθηκε σε ένα ντροπαλό έφηβο με προβλήματα ακμής και χωρίς πολλούς φίλους.

Τελειώνοντας το σχολείο, γράφτηκε στο κολέγιο του Λος Άντζελες για να σπουδάσει δημοσιογραφία και λογοτεχνία. Το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας. Όμως τα πρώτα του χειρόγραφα έγιναν τροφή για τη μηχανή κουρέματος του γκαζόν, όταν τα ανακάλυψε τυχαία η μητέρα του.

Όταν η Αμερική παίρνει μέρος ενεργά στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ο πατέρας του τον πιέζει να καταταγεί στο στρατό. Ο Μπουκόφσκι δε δέχεται και φεύγει από το σπίτι, ξεκινώντας μια ζωή περιφερόμενου αστέγου. Τον Αύγουστο του 1944 κρίνεται ακατάλληλος για να εκτίσει τη στρατιωτική του θητεία και καταλήγει στη Νέα Υόρκη όπου δημοσιεύει το πρώτο του διήγημα, “Aftermath of a Lengthy Rejection Slip”, στο περιοδικό Story Magazine. Συνέχιζει να γράφει αλλά τα γραπτά του δεν τυχαίνουν ευρείας αποδοχής. Απογοητευμένος παρατάει το γράψιμο για «δέκα μεθυσμένα χρόνια», στη διάρκεια των οποίων κοιμάται σε φτηνά μοτέλ και κάνει δουλειές του ποδαριού για να τα βγάλει πέρα. Ταχυδρόμος, υπάλληλος νεκροτομείου, συντάκτης διαφημιστικών φυλλαδίων σε μπουρδέλο πολυτελείας, νυχτοφύλακας, βοηθός χασάπη, σκουπιδιάρης, λιμενεργάτης, εργάτης σε σιδηρόδρομους είναι μόνο μερικά από τα επαγγέλματα που απαρτίζουν το βιογραφικό του. Το 1955 μπαίνει αιμορραγώντας εσπευσμένα στο νοσοκομείο απόρων με έλκος στο στομάχι, που παραλίγο να τον σκοτώσει

Όταν βγήκε από το νοσοκομείο, ο Μπουκόφσκι ξεκίνησε να γράφει ποίηση. Δημοσίευε συχνά ποιήματα σε διάφορα περιοδικά αλλά η φήμη του ως συγγραφέας απογειώθηκε το 1967, με τη στήλη “Σημειώσεις ενός πορνόγερου” στην εφημερίδα Open City, η οποία αργότερα έγινε βιβλίο. Ο Μπουκόφσκι απέκτησε μεγάλη φήμη στο εξωτερικό, και κυρίως στη Γερμανία, όπου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '70, ήταν ο πιο πετυχημένος Αμερικανός συγγραφέας εκεί. Φήμη απέκτησε ακόμη στη Γαλλία, αλλά και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, όχι όμως και στις Η.Π.Α., όπου το κοινό δεν τον αποδέχθηκε, εκτός από ένα περιορισμένο αριθμό φανατικών οπαδών του. Ο ίδιος ο Μπουκόφσκι φερόταν προκλητικά, και βοήθησε να γίνει το όνομά του διαβόητο, προκαλώντας συνεχώς αρνητικές κριτικές εναντίον του.

Το 1969, ο John Martin, εκδότης των Black Sparrow Press, θαυμάζοντας την δουλειά του Μπουκόφσκι του δίνει 100$ το μήνα για το υπόλοιπο της ζωής του, ώστε να ασχοληθεί αποκλειστικά με την συγγραφή. Έτσι, ο Μπουκόφσκι παραιτείται σε ηλικία 49 ετών από το ταχυδρομείο: «Έχω μία από τις δύο επιλογές: να παραμείνω στο ταχυδρομείο και να τρελαθώ ή να μείνω εκεί έξω, να το παίξω συγγραφέας και να πεθάνω της πείνας. Αποφάσισα να πεθάνω της πείνας». Λιγότερο από ένα μήνα μετά, γράφει το πρώτο του βιβλίο, το “Ταχυδρομείο”.

Η συνέχεια γνωστή: O “Μπουκ” γράφει χιλιάδες ποιήματα, εκατοντάδες διηγήματα και έξι μυθιστορήματα, με αποτέλεσμα να εκδοθούν πάνω από 50 βιβλία του. Ακόμα και τώρα, 18 χρόνια μετά το θάνατό του, συνεχίζουν και εκδίδονται βιβλία του με ανέκδοτο υλικό.


Ο Μπουκόφσκι του περιθωρίου, ο «πορνόγερος» που διχάζει

Ο Μπουκόφσκι πάντα δίχαζε. Οι απλοί άνθρωποι τον λάτρεψαν, οι ακαδημαϊκοί κριτικοί δεν τον αναγνώρισαν και πολλές φορές τον χλεύασαν. Η Ευρώπη τον αγκάλιασε, η Αμερική του γύρισε την πλάτη.

Ο ίδιος έζησε στο περιθώριο. Οι εμπειρίες του και οι άνθρωποι που συνάντησε αποτυπώνονται στα γραπτά του. Αλκοολικοί, άστεγοι, πόρνες, άνθρωποι που ζουν την κάθε στιγμή, χωρίς να περιμένουν τίποτα από το αύριο. Οι ήρωες του έπιναν, έβριζαν, “γαμούσαν”, αυτοκαταστρέφονταν. Ο Μπουκόφσκι έγραψε για απλούς φτωχούς συνηθισμένους ανθρώπους με πάθη και μειονεκτήματα. Διείσδυσε στην ψυχή τους και ανέδειξε την προσωπικότητα και την ανθρωπιά τους.

Ποτέ δεν εκτίμησε το Σαίξπηρ «Δεν διαβάζεται και είναι υπερεκτιμημένος, αλλά οι άνθρωποι δεν θέλουν να ακούν κάτι τέτοιο», και πόσο μάλλον τους διανοούμενους «Διανοούμενος είναι ο άνθρωπος που λέει ένα απλό πράγμα με δύσκολο τρόπο, καλλιτέχνης είναι ο άνθρωπος που λέει ένα δύσκολο πράγμα με απλό τρόπο». Αυτές οι απόψεις του ήταν ένα «μεγάλο βρώμικο σπυρί στον πισινό», όπως θα έλεγε ο ίδιος, για τους ακαδημαϊκούς κριτικούς.

Δε σταμάτησε ποτέ να κατακρίνει τους πολιτικούς, τους στρατιωτικούς και τον πόλεμο: «Το πρόβλημα με αυτούς τους ανθρώπους είναι ότι κανείς δεν έχει βομβαρδίσει τις πόλεις τους και κανείς δεν έχει πει στις μανάδες τους να σκάσουν», ούτε να περιπαίζει το αμερικάνικο όνειρο και ολόκληρη την κοινωνία. Αυτός ο λόγος έφτανε για να του γυρίσει την πλάτη η Αμερική η οποία πάντα αφήνει στο περιθώριο όποιον γκρεμίζει την εικόνα της.

Αυτό όμως ποτέ δε τον ένοιαξε, ο Μπουκόφσκι αγαπούσε το περιθώριο και έζησε μια ζωή στο όριο ή ακόμα και πέρα από αυτό.

Ο Μπουκόφσκι είναι η νύχτα και όχι η μέρα, είναι η θλίψη και όχι η χαρά, είναι η προστυχιά και όχι οι καθώς πρέπει τρόποι, το γαμήσι και όχι ο έρωτας. Αλλά μέσα από καθετί άσχημο και βρώμικο γεννιέται κάτι όμορφο καθαρό και πραγματικά ανόθευτο.

Ο Μπουκόφσκι είναι η αλήθεια. Γιατί η αλήθεια δεν χαϊδεύει τ’ αυτιά, είναι βρώμικη και σκληρή είτε μας αρέσει, είτε όχι. Γιατί η αλήθεια έχει τους πολλούς παράξενους δρόμους της, όπως άλλωστε και η αγάπη.

«και γαμώ τα ζευγάρια

ήμασταν μονίμως άφραγκοι, μαζεύοντας τις εφημερίδες της Κυριακής από τους
σκουπιδοτενεκέδες της Δευτέρας (και μαζί τα επιστρεφόμενα μπουκάλια
από τ' αναψυκτικά).
μονίμως μάς έκαναν έξωση απ' το παλιό μας σπίτι
μα σε κάθε νέο διαμέρισμα θα ξεκινούσαμε μια καινούρια ζωή,
μονίμως τραγικά καθυστερημένοι στο νοίκι, το ραδιόφωνο
να παίζει θαρραλέα στο σπαραγμένο ηλιοβασίλεμα, ζούσαμε σαν εκατομμυριούχοι, σαν να 'τανε ευλογημένες οι ζωές μας, και αγαπούσα τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της
και τα σέξι φορέματά της, κι ακόμη τον τρόπο της να γελάει μαζί μου
έτσι που καθόμουνα με τη σχισμένη μου φανέλα στολισμένη με
τρύπες απ' τα τσιγάρα: ήμασταν φοβερό ζευγάρι, η Τζέην κι εγώ, αστράφταμε μες
στην τραγωδία της φτώχιας μας σαν να ήταν αστείο, σαν να μη
μας ένοιαζε και δεν μας ένοιαζε μας έπνιγε μες στον λαιμό κι εμείς
πεθαίναμε στα γέλια.

λέγανε αργότερα πως
ποτέ δεν είχαν ακούσει να τραγουδάνε τόσο άγρια, να τραγουδάνε τόσο χαρούμενα
τα παλιά τραγούδια
και ποτέ
να ουρλιάζουνε τόσο και να βλαστημάνε
να σπάνε τα γυαλικά
τρέλα
οχυρωμένοι για τη σπιτονοικοκυρά και την αστυνομία (ήμασταν εξάλλου έμπειροι επαγγελματίες) να ξυπνάμε το πρωί με τον καναπέ, τις καρέκλες και την τουαλέτα
σπρωγμένα μπροστά στην
πόρτα.

μόλις ξυπνάγαμε
έλεγα πάντοτε: προηγούνται οι κυρίες

κι η Τζέην θα έτρεχε στο μπάνιο για λίγα λεπτά κι ύστερα
θα ήταν η σειρά μου και

ύστερα, πίσω στο κρεβάτι, ν' αναπνέουμε κι οι δύο ήρεμα, ν' αναρωτιόμαστε
ποια
καταστροφή θα μας φέρει η νέα μέρα, να αισθανόμαστε παγιδευμένοι, πεθαμένοι,
ηλίθιοι, απελπισμένοι, να αισθανόμαστε ότι έχουμε ξοδέψει και την έσχατη τύχη μας,
βέβαιοι ότι τελικά δεν έχουμε
ούτε την ελάχιστη τύχη με το μέρος μας.

μπορεί να πιάσει βαθιές ρίζες η μελαγχολία όταν κάθε πρωί βρίσκεσαι αμέσως με την πλάτη στον τοίχο μα πάντα καταφέρναμε να βρούμε τρόπο και να τα βγάλουμε πέρα με όλα αυτά.

συνήθως μετά από 10 ή 15 λεπτά η Τζέην θα έλεγε
σκατά! κι εγώ θα έλεγα
ναι!
κι ύστερα, άφραγκοι και χωρίς καμία ελπίδα θα βρίσκαμε έναν τρόπο για να
συνεχίσουμε, κι ύστερα με κάποιον τρόπο θα τα καταφέρναμε.

η αγάπη έχει τους πολλούς παράξενους δρόμους της.»

Χένρι Τσαρλς Μπουκόφσκι, 16/8/1920 – 9/3/1994

Υ.Γ.: Ενδεικτικά και μόνο παραθέτω κάποια από τα διηγήματά του που αξίζουν την προσοχή: “ Σημειώσεις ενός Πορνόγερου ”, “ Το Ταχυδρομείο ”, “ Άνθρωπος για Όλες τις Δουλειές ”, “ Τοστ Ζαμπόν ”, “ Ερωτικές Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας ”, “ Γυναίκες ”. Όσον αφορά τις ποιητικές του συλλογές δε μπορώ να διαλέξω κάποια συγκεκριμένη, όλες είναι υπέροχα βρώμικες. Τέλος, από όλες τις ταινίες βασισμένες στα έργα του, ξεχωρίζει το “Barfly” όπου ο Μίκι Ρουρκ συναντά την καταπληκτική Φέϊ Ντάναγουεϊ.


Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Λίγα λόγια για τον δικαστή Γκαρθόν

«Το πρόβλημα της δικαιοσύνης δεν είναι η δικαιοσύνη αλλά οι δικαστές». Αυτή ήταν η πρώτη φράση που μου ήρθε στο μυαλό, όταν διάβασα την ετυμηγορία. Δεν ήταν πως δε το περίμενα, άλλωστε αν δεν καταδικαζόταν γι’ αυτή την υπόθεση θα καταδικαζόταν για τις έρευνές του για τα εγκλήματα του πολέμου και του φρανκισμού. Ήταν απλά πως κάπου μέσα μου έτρεφα μια μικρή ελπίδα για μια «άλλη» δικαιοσύνη, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ με κεφαλαία γράμματα.

«Ο ισπανός δικαστής Μπαλτάσαρ Γκαρθόν καταδικάστηκε σε 11 χρόνια απαγόρευσης άσκησης του επαγγέλματός του από το Ανώτατο Δικαστήριο της Μαδρίτης για μία υπόθεση παράνομων τηλεφωνικών υποκλοπών. Αυτή η απόφαση βάζει τέλος στην καριέρα του διάσημου δικαστή, ο οποίος παράλληλα δικάζεται επειδή θέλησε να ερευνήσει τι απέγιναν οι αγνοούμενοι από την εποχή της δικτατορίας του Φράνκο. Ο Γκαρθόν δεν μπορεί να ασκήσει έφεση στην απόφαση αυτή.»


Ποιος είναι όμως ο δικαστής Γκαρθόν?

Ο Μπαλτάσαρ Γκαρθόν είναι αυτός, που σα σύγχρονος Δον Κιχώτης αγωνίστηκε για μια δικαιοσύνη ίση για όλους, είναι αυτός που προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τους νόμους ως εργαλείο για την καταδίκη εγκληματιών κι όχι ως παραθυράκι για την αθώωση τους.

Ο Μπαλτάσαρ Γκαρθόν είναι αυτός που διέταξε τη σύλληψη του χιλιανού δικτάτορα Αουγκούστο Πινοσέτ στο Λονδίνο όπου είχε βρει καταφύγιο. Ο Γκαρθόν ήξερε καλά πως αυτή του ενέργεια δε θα αντιμετωπιζόταν με ενθουσιασμό. Άλλωστε όταν στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973 ο Πινοσέτ ανέτρεπε με στρατιωτικό πραξικόπημα τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αλιέντε, είχε τη συμπαράσταση του τότε προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ρίτσαρντ Νίξον, που φοβόταν πως η Χιλή θα μετατρεπόταν σε μια νέα Κούβα, και της CIA. Ήξερε επίσης πως ο Πινοσέτ ήταν αρεστός στο Ηνωμένο Βασίλειο, όντας προσωπικός φίλος της Μάργκαρετ Θάτσερ και συνοδοιπόρος της στον πόλεμο των Φώκλαντ. Όμως δε δίστασε στιγμή, αυτό που ένοιαζε το δικαστή Γκαρθόν ήταν να αποδοθεί δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη για τη δολοφονία του Αλιέντε και της δημοκρατίας, δικαιοσύνη για τον ακρωτηριασμό των χεριών και της γλώσσας του χιλιανού μουσικού Βίκτορ Χάρα, δικαιοσύνη για τους 40.000 φυλακισμένους και βασανισμένους χιλιανούς πολίτες, δικαιοσύνη για τους 3.065 νεκρούς της 17χρονης παραμονής του Πινοσέτ στην εξουσία.

Ο Μπαλτάσαρ Γκαρθόν είναι αυτός που ξεκίνησε μια έρευνα για την τύχη των 114.000 ανθρώπων που εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου (1936-39) και της δικτατορίας του Φράνκο (1939-75), «παραβιάζοντας» τον νόμο περί αμνηστίας που ψηφίσθηκε το 1977 από το ισπανικό Κοινοβούλιο, δύο χρόνια μετά το τέλος της δικτατορίας του Φράνκο εξοργίζοντας τους φρανκιστές. Ναι, υπάρχουν ακόμα τέτοιοι στην Ισπανία.

Ο Μπαλτάσαρ Γκαρθόν είναι αυτός που διέταξε την υποκλοπή συνομιλιών στη φυλακή ανάμεσα σε κρατουμένους και τους δικηγόρους τους. Οι κρατούμενοι κατηγορούνταν ότι είχαν δωροδοκήσει πολιτικούς για να πάρουν κερδοφόρα συμβόλαια με το Δημόσιο.

Ο Μπαλτάσαρ Γκαρθόν είναι αυτός που θέλησε να ερευνήσει το συστηματικό πρόγραμμα βασανισμού κρατουμένων στο Γκουαντάναμο.

Ο Μπαλτάσαρ Γκαρθόν λοιδορήθηκε, πολεμήθηκε και κάθισε στο εδώλιο σαν κατηγορούμενος. Στην Ισπανία του 21ου αιώνα είναι μεγαλύτερο έγκλημα να υποκλέπτεις συνομιλίες καταχραστών παρά να δωροδοκείς πολιτικούς και να κλέβεις το κράτος. Στην Ισπανία του 21ου αιώνα είναι μεγαλύτερο έγκλημα να παραβλέπεις την αμνηστία που έχει δοθεί σε στυγνούς δολοφόνους και δικτάτορες από το να δολοφονείς πολίτες και αξίες.

Αντί επιλόγου παραθέτω ένα κείμενο από το blog του Ζοσέ Σαραμάγκου, ένα κείμενο που γράφτηκε στις 14 Μαΐου 2010, ένα μήνα πριν από το θάνατο του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας πορτογάλου συγγραφέα, στα 88 του.

ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΓΚΑΡΘΟΝ

Τα δάκρυα του δικαστή Γκαρθόν είναι σήμερα και δικά μου δάκρυα. Πριν από χρόνια, ένα μεσημέρι, πληροφορήθηκα μια είδηση που υπήρξε από τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου: την παραπομπή του Πινοσέτ. Σήμερα το μεσημέρι έλαβα μια άλλη είδηση, από τις πιο στενάχωρες και αποκαρδιωτικές: ότι αυτός που τα έβαλε με τους δικτάτορες αποπέμφθηκε από το δικαστικό σώμα από τους όμοιους του. Ή καλύτερα, από δικαστές που δεν παρέπεμψαν ποτέ τον Πινοσέτ ούτε άκουσαν τα θύματα του φρανκισμού.

Ο Γκαρθόν είναι η απόδειξη ότι ο χωρικός της Φλωρεντίας δεν είχε δίκιο όταν, στην καρδιά του Μεσαίωνα, χτύπησε τις καμπάνες της εκκλησίας του πένθιμα επειδή, είπε, η δικαιοσύνη είχε πεθάνει. Με τον Γκαρθόν ξέραμε ότι οι νόμοι και το πνεύμα τους ήταν ζωντανά, γιατί τον βλέπαμε να δραστηριοποιείται. Με την αποπομπή του Γκαρθόν από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας, οι καμπάνες, μετά από τις θριαμβευτικές κωδωνοκρουσίες των φαλαγγιτών, των εμπλεκόμενων στην υπόθεση Γκέρτελ, των εμπόρων ναρκωτικών, των τρομοκρατών και των νοσταλγών των δικτατοριών, θα ηχήσουν ξανά πένθιμα, γιατί η δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου δεν έχουν κάνει βήματα μπροστά, δεν έχουν βελτιωθεί ως προς τη διαφάνεια, και όποιος δεν κάνει βήματα μπροστά οπισθοχωρεί. Θα σημάνουν πένθιμα, ναι, εκατομμύρια όμως άνθρωποι ξέρουν να υποδείξουν το πτώμα, που δεν είναι του Γκαρθόν, του φωτισμένου, αξιοσέβαστου και αγαπητού σε όλο τον κόσμο, αλλά εκείνων που, με κάθε είδους σοφιστεία, δεν θέλουν μια κοινωνία με μνήμη, υγιή, ελεύθερη και γενναία.

«Πήρα τις αποφάσεις που πίστευα ότι ήταν σύμφωνες προς το δικαίωμα να ερευνάς, να διώκεις και να τιμωρείς μαζικά εγκλήματα για να μη νικήσει η λήθη, καθοδηγούμενος από την απελπισία των θυμάτων, τα οποία κάθε δικαστής οφείλει, πρωτίστως στον εαυτό του, να προστατεύει»

Μπαλτάσαρ Γκαρθόν


Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

41 σφαίρες για τον Amadou

Εκεί που η δικαιολογία της υπέρβασης καθήκοντος αντηχεί σαν κακόγουστο αστείο, εκεί που ο ρατσισμός μετατρέπει αστυνομικές στολές σε λευκές φορεσιές της Κου Κλουξ Κλαν, εκεί ακριβώς που ο άνθρωπος γίνεται κτήνος έρχεται η θλιβερή νύχτα της 4ης Φεβρουαρίου του 1999.

Εκείνη τη νύχτα ένας 22χρόνος μετανάστης από τη Γουινέα, γύριζε στο διαμέρισμά του στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης μετά από ένα γεύμα με φίλους, χωρίς να μπορεί να φανταστεί τι πρόκειται να του συμβεί. Είχε ταξιδέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες τρία χρόνια νωρίτερα, με όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον. Κανείς δε μπορεί να ξέρει αν ο Amadou Diallo πρόσεξε το παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Αλλά για κακή του τύχη οι επιβάτες του αυτοκινήτου τον πρόσεξαν, τον πρόδωσε το μαύρο χρώμα του δέρματός του.

Λίγα λεπτά αργότερα ο Amadou ήταν νεκρός. Το άψυχο σώμα του έμοιαζε με σουρωτήρι.

Οι τέσσερις επιβάτες του αυτοκινήτου δεν ήταν εγκληματίες, δεν προσπάθησαν να τον ληστέψουν. Ήταν αστυνομικοί. Τον σταμάτησαν, κι αυτός έκανε το λάθος να βγάλει το πορτοφόλι του για να τους δείξει την ταυτότητά του. Οι τέσσερις φύλακες του νόμου «είδαν» το πορτοφόλι σαν όπλο και για να προστατευτούν τον πυροβόλησαν 41 φορές, οι 19 σφαίρες τον πέτυχαν.

Στις 25 Μαρτίου, δικαστήριο στο Μπρονξ απήγγειλε στους αστυνομικούς κατηγορίες για φόνο δευτέρου βαθμού. Λίγους μήνες αργότερα αποφασίστηκε η μεταφορά του τόπου της δίκης, με την δικαιολογία ότι η δημοσιότητα που είχε λάβει το συμβάν στο Μπρονξ καθιστούσε αδύνατη τη διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης. Οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν. Το δικαστήριο θεώρησε πως το να πυροβολήσεις έναν άοπλο 41 φορές δε στοιχειοθετεί έγκλημα.

Στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν σε Ουάσινγκτον και Νέα Υόρκη η αστυνομία προχώρησε σε περισσότερες από 1700 συλλήψεις. Στη χώρα των ελεύθερων και πατρίδα των γενναίων (O'er the land of the free and the home of the brave) είναι αδιανόητο να διαδηλώνει κανείς ενάντια στην αστυνομική βία και το ρατσισμό.

Η εν ψυχρώ δολοφονία του Amadou Diallo προκάλεσε την οργή και του καλλιτεχνικού κόσμου. Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης Michael Moore βγήκε στους δρόμους προκαλώντας Αφροαμερικάνους να ανταλλάξουν τα μαύρα πορτοφόλια τους με πορτοκαλί έτσι ώστε να μην κινδυνεύουν μέσα στη νύχτα, ο Edward Norton στον καταπληκτικό πεντάλεπτο μονόλογό του στην 25η Ώρα χλεύασε την αστυνομική βία με τη φράση: «Fuck the corrupt cops with their anus violating plungers and their 41 shots, standing behind a blue wall of silence. You betray our trust!» και ο Bruce Springsteen τραγούδησε το American Skin στη Νέα Υόρκη προκαλώντας ανατριχίλες.

Όμως ακόμα κι αυτή η καταπληκτική ερμηνεία του Springsteen δεν άγγιξε το σύλλογο των αστυνομικών της Νέας Υόρκης ο οποίος κάλεσε τα μέλη του να μποϋκοτάρουν τις συναυλίες του «αφεντικού», θεωρώντας πως οι στίχοι του τους θίγουν.

Τελικά υπάρχουν άνθρωποι που ενοχλούνται πιο πολύ με ένα τραγούδι παρά με 41 πυροβολισμούς εναντίον ενός αόπλου.

Υπάρχουν άνθρωποι που κρίνουν αθώους κάποιους που πυροβολούν 41 φορές έναν άοπλο.

Υπάρχουν άνθρωποι που συνεχίζουν να πυροβολούν ένα άψυχο κουφάρι.

Άνθρωποι ή τέρατα?