Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

Το σπίτι στον ουρανό

Χαμένο μέσα στα σοκάκια της γειτονιάς που διάλεξε ο Πάμπλο Νερούδα για να χτίσει το σπίτι της αγαπημένης του Ματίλντε, το οποίο ονόμασε La Chascona όπως αποκαλούσε ψιθυριστά και την ίδια λόγω των ατίθασων κατακόκκινων μαλλιών της, υπάρχει ένα μπαρ διαφορετικό από τ’ άλλα.
Όταν βραδιάζει όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Barrio Bellavista, τη μποέμικη γειτονιά της πόλης, χτισμένη πάνω από τον ποταμό Μαπότσο και κάτω από τη σκιά του λόφου Σαν Κριστομπάλ. Εκεί βρεθήκαμε να περπατάμε κι εμείς το πρώτο βράδυ στο Σαντιάγο, μια μέρα σαν σήμερα πριν από δυο χρόνια, ψάχνοντας το μπαρ που θα μας έκλεινε το μάτι. Τριγυρίζοντας ανάμεσα στα πολύχρωμα νεοκλασικά, τις μπουτίκ και τις αβάν-γκαρντ γκαλερί που ξεφύτρωναν σε κάθε γωνία, χαζεύοντας τα γκράφιτι στους τοίχους και τους μουσικούς του δρόμου πέσαμε ξαφνικά πάνω του.
To La Casa en el Aire, από το ομώνυμο τραγούδι του Rafael Escalona, δεν είναι απλά ένα ακόμα μπαρ στο οποίο θα απολαύσεις το ρούμι σου ακούγοντας ζωντανή μουσική, είναι μια μοιραία συνάντηση με την ιστορία της Λατινικής Αμερικής, της Αμερικής που το κλάμα γίνεται γροθιά κι ύστερα τραγούδι.
Πάνω στους χρωματιστούς τοίχους του αποτυπώνεται η ανάγκη των ανθρώπων που ζουν από την Τιχουάνα έως και τη Γη του Πυρός για αξιοπρέπεια. Από τη Χιλή του Σαλβαδόρ Αλιέντε ταξιδεύεις στην Κούβα του Φιντέλ και του Τσε κι ύστερα στην Κολομβία. Το περιστέρι δίπλα στον Βίκτορ Χάρα πετάει μέχρι το φεγγάρι που στέκεται στον τοίχο καπνίζοντας την πίπα του, όπως ο Μάρκος, και διαβάζει μια φράση που έρχεται από το μακρινό Τσιάπας: «Ο πολιτισμός που θέλουμε δεν επιβάλλεται, χορεύει. Δεν χτυπάει, μιλάει. Δε βάζει εμπόδια, τα αφαιρεί.»
Διάλεξα ένα κολομβιανό ρούμι και στάθηκα μπροστά στη βιβλιοθήκη. Διαβάζοντας τους τίτλους έμεινα έκπληκτος. Πως βρέθηκε ένα βιβλίο με ποίηση του Γιάννη Ρίτσου εκεί;
Ο Πέδρο ο σερβιτόρος ήταν αυτός που μας οδήγησε στον ιδιοκτήτη, έναν πενηντάρη τύπο με απλανές, σχεδόν κουρασμένο βλέμμα. Του ζητήσαμε τη μπλούζα που φόραγε το προσωπικό, αυτή που στο μπροστά μέρος της είχε ένα μικρό φεγγάρι που πάνω του βρισκόταν ένα σπίτι και πίσω τέσσερις φωτογραφίες, Αλιέντε, Χάρα, Τσε και Μάρκος.
«Δύσκολο», μας απάντησε. «Η βιοτεχνία που τις παίρνω βρίσκεται στα προάστια, 2 ώρες δρόμο από εδώ». Δεν επιμείναμε. Απλά συνεχίσαμε να κουβεντιάζουμε λίγο μαζί του. Όταν η συζήτηση έφτασε στην καταγωγή μας μου φαίνεται πως το βλέμμα του άλλαξε. «Αφήστε μου ένα τηλέφωνο, αν τύχει και πάω προς τα εκεί θα σας πάρω.»

Το επόμενο απόγευμα όταν ο Κώστας σήκωνε το τηλέφωνο αγχωμένος μήπως τον ψάχνουν από τη δουλειά σίγουρα δεν περίμενε να ακούσει να του λένε: «Ελάτε το βράδυ από το μαγαζί, σας έχω μια έκπληξη».
Εκεί μας εξήγησε. Όταν ο δικτάτορας Πινοσέτ ανέτρεπε τον Αλιέντε το 1973, στα ελεύθερα ακόμα ραδιόφωνα άκουγε τη φράση «Η εξεγερμένη Ελλάδα είναι μαζί μας. Φοιτητές στο κέντρο της Αθήνας φωνάζουν ΑΛΙΕΝΤΕ ΑΛΙΕΝΤΕ». Η ελπίδα γι’ αυτό το μικρό παιδί, ναι, αυτός ο πενηντάρης ήταν κάποτε παιδί, ερχόταν από τη μακρινή Ελλάδα και είχε όνομα: Δημοκρατία.
Μεγαλώνοντας έμαθε για τις επιστολές του Ρίτσου στο Νερούδα, κι ύστερα άκουσε το Θεοδωράκη να μελοποιεί τον αγαπημένο όλων των Χιλιανών ποιητή. Μας μίλησε για τον Βίκτορ Χάρα που του έκοψαν τη γλώσσα και τα χέρια πριν τον εκτελέσουν.
Μας είπε για το σπίτι της Ίσλα Νέγρα, τη Ματίλντε που το άφησε ανάστατο μετά την εισβολή των πραξικοπηματιών για να θυμίζει σε όλους τη βαρβαρότητά τους, τα αιτήματα ελευθερίας και τις φωνές αγάπης – μηνύματα γραμμένα πάνω στο φράχτη: «Σ’ ευχαριστούμε, Πάμπλο, γιατί μας έμαθες ν’ αγαπάμε».
Νομίζω πως έμεινα εκεί να τον ακούω όλο το βράδυ κατεβάζοντας το ένα ρούμι πίσω από το άλλο για να συνέλθω από το σοκ.

Το τρίτο και τελευταίο βράδυ μας στη Χιλή δε θα μπορούσαμε να πάμε αλλού.
Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα μπαίνοντας ήταν αυτό το διπλωμένο χαρτί στη γωνία του μπαρ, εκεί ακριβώς που καθόμασταν τις δυο προηγούμενες μέρες. Πλησίασα και το κοίταξα: «Reserve for the 2 Griegos».
Αυτά, τίποτα άλλο.